υδρολογία

υδρολογία
Επιστήμη που μελετά τις φυσικές και χημικές ιδιότητες των νερών, την κατανομή τους πάνω στη Γη, τη σχέση τους με το περιβάλλον και όλες τις φάσεις του «κύκλου» τους. Η υ. αναπτύχθηκε πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια και έχει εξαιρετικά και ωφέλιμα αποτελέσματα από την εκμετάλλευση και τον έλεγχο των νερών (υδροηλεκτρικά έργα, ύδρευση, άρδευση κλπ.). Η υ. συνεργάζεται στενά με άλλες επιστήμες όπως η γεωλογία, η μετεωρολογία, η ωκεανογραφία κ.ά. Η υ. επεκτείνει τη δραστηριότητά της και στα ιαματικά νερά, κατατάσσοντάς τα σε θειούχα, χλωριονατριούχα, σιδηρούχα, ραδιενεργά κ.ά.
* * *
η, Ν
1. γεωλ. επιστήμη που ασχολείται με τις φυσικές και χημικές ιδιότητες τού νερού σε όλες του τις μορφές καθώς και με τη μελέτη τών υδάτων τής Γης, συμπεριλαμβανόμενης τής εμφάνισης, τής κατανομής και τής κυκλοφορίας τους μέσω τού υδρολογικού κύκλου και τών αλληλεπιδράσεών τους με τους ζωντανούς οργανισμούς
2. ιατρ. η μελέτη τών μεταλλικών νερών και τών θεραπευτικών τους ιδιοτήτων
3. φρ. «υδρολογία τών επιφανειακών υδάτων»
γεωλ. κλάδος τής υδρολογίας που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη όλων τών υδάτων στην επιφάνεια τής Γης, εκτός από τους υδρατμούς τής ατμόσφαιρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydrologie (< υδρ[ο]-* + -λογία*). Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υδρολογία — η επιστήμη που μελετά την κυκλοφορία των νερών στο έδαφος και στο υπέδαφος, η υδατολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υδρολογικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδρολογία ή στον υδρολόγο 2. φρ. α) «υδρολογικές επιστήμες» γεωλ. οι επιμέρους κλάδοι τής υδρολογίας, μεταξύ τών οποίων περιλαμβάνονται η υδραυλική, η υδρομετεωρολογία, η υδρογραφία, η υδρομετρία, η… …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • σπηλαιολογία — Επιστήμη που εξετάζει καθετί σχετικό με τα σπήλαια: τη γένεσή τους, το σχήμα τους, τους σχηματισμούς των πετρωμάτων μέσα στα οποία δημιουργούνται το υδρογραφικό δίκτυο που μπορεί να επηρεάζουν, τις επιπτώσεις στην επιφανειακή μορφολογία… …   Dictionary of Greek

  • υδατολογία — η, Ν η υδρολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + λογία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα] …   Dictionary of Greek

  • υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… …   Dictionary of Greek

  • υδρολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας ειδικευμένος στην υδρολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + λόγος*] …   Dictionary of Greek

  • υδατολογία — η η υδρολογία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υδρολογικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην υδρολογία ή στον υδρολόγο (βλ. λλ.), υδατολογικός: Υδρολογικός σταθμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υδρολόγος — ο επιστήμονας ειδικός στην υδρολογία (βλ. λ.), υδατολόγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”